πολυθαρσές

πολυθαρσές
πολυθαρσής
much-confident
masc/fem voc sg
πολυθαρσής
much-confident
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… …   Dictionary of Greek

  • πολυθαρσής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.) 2. θαρραλέος, γενναίος 3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαρσής (< θάρσος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”